φυντανάκι

φυντανάκι
τό
1) маленький нежный побег, росток; 2) перен. девчонка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "φυντανάκι" в других словарях:

  • φυντανάκι — το, Ν βλ. φιντανάκι …   Dictionary of Greek

  • φυντανάκι — το (λαθεμένη γραφή), βλ. φιντανάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιντανάκι — και φυντανάκι, το, Ν [φιντάνι] (υποκορ. τ.) 1. μικρός βλαστός, φιντάνι 2. μτφ. ο μικρός στην ηλικία, πολύ νεαρός, πρωτόβγαλτος …   Dictionary of Greek

  • Μανωλίδου, Βάσω — (Αθήνα 1917 –). Ηθοποιός του θεάτρου. Πρωτοεμφανίστηκε στο Εθνικό Θέατρο το 1932 και κατά την πενηνταετή της καριέρα ερμήνευσε πλήθος ρόλων με ιδιαίτερη επιτυχία. Μαζί με άλλους κορυφαίους ηθοποιούς της εποχής συντέλεσε στη λεγόμενη χρυσή περίοδο …   Dictionary of Greek

  • Χορν, Παντελής — (1880 – 1941). Θεατρικός συγγραφέας. Το 1899 αποφοίτησε από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Την περίοδο που ήταν ανθυποπλοίαρχος του πολεμικού ναυτικού, έγραψε το πρώτο δραματικό του έργο, εμπνευσμένο από το δημοτικό τραγούδι Το γεφύρι της Άρτας, με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»